Λίγια λόγια για αυτό το ιστολόγιο

Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο σε ότι είναι ελληνικό, όχι στην καταγωγή αλλά στην καρδιά... τραγούδια, εικόνες, ποιήματα, ότι έχει αξία και αξίες...!

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Η ιστορία της Θεσσαλίας



Η Θεσσαλία, χώρα μυθική και ιστορική, έπαιξε και παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των ρυθμών της εθνικής ζωής στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο. Γεωγραφικά ορίζεται από βορρά με τη Μακεδονία, νότο με την Ευρυτανία και τη Φθιώτιδα, δυτικά με την Ήπειρο και ανατολικά με το Αιγαίο πέλαγος. Έχει 4 νομούς: Λάρισας, Μαγνησίας, Καρδίτσας και Τρικάλων. Η συνολική έκταση είναι περίπου 14.900 τ.χλμ. και την κατοικούν 734.846 άνθρωποι. Με την απογραφή του 1991 ο πληθυσμός ήταν 43% αστικός, 17% ημιαστικός, 40% αγροτικός. Είναι από τα πεδινότερα διαμερίσματα της χώρας μας και η παραγωγικότερη περιφέρεια σε γεωργικά προϊόντα πρώτης ύλης βιομηχανικής παραγωγής: τεύτλα, βαμβάκι, ντομάτα και καπνά.
Η προέλευση του ονόματος συνδέεται με το μυθικό ήρωα τον Θετταλό, γιο του Αίμονα, εξ ου και Αιμονία ονομάζεται ολόκληρη η Θεσσαλία. Κατά τους μυθικούς χρόνους άρχοντας της Θεσσαλίας μνημονεύεται ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερών. Αυτού του Άδμητου ήταν τα βόδια που έβοσκε ο Απόλλων προς τιμωρία για το φόνο των Κυκλώπων. Ο Πελίας αναφέρεται βασιλιάς στην Ιωλκό και ο ανηψιός του Ιάσων αρχηγός της περιώνυμης Αργοναυτικής εκστρατείας.
Η περιοχή της Θεσσαλίας κατοικήθηκε από τις αρχές της Παλαιολιθικής εποχής. Οικισμοί, που ανήκουν στην Νεολιθική Εποχή, έχουν ανασκαφεί όπως στο Σέσκλο και στο Διμήνι. Αργότερα (την εποχή του χαλκού) γίνεται το λίκνο των πρώτων Ελληνικών φύλων με ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους.
Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν την εισβολή των Θεσσαλικών φύλων από την Ήπειρο και την εγκατάσταση τους ανάμεσα στην Όθρυ, Οίτη και Μαλιακό κόλπο. Τη Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους διοικούσαν ισχυροί οίκοι όπως οι Αλευάδες και Σκοπάδες, οι λεγόμενοι Ταγοί. Αργότερα ιδρύθηκε το κοινόν των Θετταλών.
Κατά το χρησμό του Μαντείου των Δελφών "Γαίης μεν πάσης το Πελασγικόν Άργος άμεινον" (=απ' όλο τον κόσμο η καλύτερη γη είναι θεσσαλική).
Κατά τα Μηδικά η στάση τους ήταν επαμφοτερίζουσα, ενώ πήραν μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών με το ονομαστό θεσσαλικό ιππικό. Το 197 π.Χ. κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Θεσσαλία ανήκε στο θέμα της Ελλάδας με πρωτεύουσα τη Λάρισα και από το 1246 με την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Νικαίας ιδρύθηκε το Δεσποτάτο της Θεσσαλίας.
Στη δικαιοδοσία των Τούρκων περιήλθε το 1423. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο σε ορεινές περιοχές του Πηλίου, των Αγράφων, κ.α. Το 1600 ο μητροπολίτης Λάρισας Διονύσιος (Σκυλόσοφος, όπως επονομάστηκε από τους Τούρκους) επιχείρησε επανάσταση κατά των Τούρκων, αλλά απέτυχε, όπως και τόσα άλλα κινήματα. Οι Θεσσαλοί πήραν μέρος στην επανάσταση του 1821, όμως έμειναν έξω από τα σύνορα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Οριστικά προσαρτήθηκε το 1881, εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας. Το 1910 έχουμε μεγάλη αγροτική επανάσταση (Κιλελέρ). Σημαντική είναι η προσφορά των Θεσσαλών κατά τη γερμανο - ιταλική κατοχή και την Αντίσταση.

Ο Σικελιανός υμνεί τη Θεσσαλία με το δικό του τρόπο!


"Ω Θεσσαλία, του Αχιλλέα γεννήτρα
 που με τον Ήλιο μάχεται και παίρνει
 της ομορφιάς στη Θλίψη του τα λύτρα
 γη, πλατιά γη, με τη γενναία τη φύτρα
 που δούλος λαός στη βασιλεία της γέρνει
 στην απλωσιά σου η δύναμη του ταύρου
 παρθένα και γαλήνια και νικήτρα,
 και ηρωϊκής σοφίας λάμπει ξυπνήτρα
 η διδαχή του Χείρωνα Κένταυρου! "

Τα άλογα ανέκαθεν το σύμβολο της Θεσσαλίας
Πίνακας προς πώληση
Η Θεσσαλία, πατρίδα του Ασκληπιού, πατέρα της Ιατρικής, των Λαπιθών και των Κενταύρων, υπήρξε γενέθλια γη αγίων, πατριαρχών, αρχιερέων, διδασκάλων του Γένους, οπλαρχηγών, κλεφτών, αρματωλών, πατρίδα του Ρήγα, του Καραϊσκάκη, του Νικολάου Πλαστήρα, πατρίδα ποιητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και αγιογράφων, ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η Θεσσαλία στα μακρά χρόνια της δουλείας είχε ίσως τα περισσότερα στον Ελλαδικό χώρο εκπαιδευτικά κέντρα, στα οποία λειτουργούσαν μέσα και ανώτερα σχολεία, γεγονός που ερμηνεύει και τις συχνές επαναστάσεις κατά του Τούρκου δυνάστη. Έτσι τον 16ο αιώνα λειτουργεί σχολείο στα Τρίκαλα (1543), τον 17ο αιώνα στην Τσαριτσάνη (1690), στον Τύρναβο (1655), στα Βαγγιανά (1661), τον 18ο αιώνα στο Λιβάδι (1750), στα Αμπελάκια (1790), στη Ζαγορά (1777), στη Λάρισα (1749), στο Φουρνά (1755), τον 19ο αιώνα στο Τρίκερι (1871), στο Βόλο (1870), στον Άγιο Λαυρέντιο (1873), στον Κισσό (1873), στη Δράκεια (1873), στην Πορταριά (1870), στη Μακρινίτσα (1800), στην Αγιά (1868), στην Καρδίτσα (1870), στην Καστανιά (1826), κ.α.

Κείμενο: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας


Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ελλάδα (Λένγκω)


Είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε στα χρόνια της δικτατορίας και το όνομα «Λένγκω» είναι ένα όνομα που απόδωσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για την Ελλάδα, για να μείνει το τραγούδι αλώβητο από την λογοκρισία. Ηχογραφήθηκε μετά την δικτατορία δύο φορές την ίδια χρονιά (1975), από τον ίδιο τον Γιάννη Μαρκόπουλο και από την νέα τότε Χάρις Αλεξίου.
Σήμερα κατά προσωπική γνώμη, είναι ίσως πιο επίκαιρο και από εκείνα τα χρόνια της δικτατορίας!




Μουσική & στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος (Ανεξάρτητα, 1975)
Δεύτερη εκτέλεση: Χάρις Αλεξίου (12 λαϊκά τραγούδια, 1975)


Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
Κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με τυραννάς

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
Ρε μπάρμπα, κάτσε να μας πεις μια ιστορία
πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σαν γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά;

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου πληγώνεις τη χαρά

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
την κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
μητέρα, είπε, ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
Τ'άνθη στόλιζαν τ' αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου 'χεις φάει τη ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί

Αυτή, παιδιά μου, ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ' τα κουρέλια φαινότανε οι πληγές
Κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
τ' όνειρο που φεύγει την τρομάζει
να αναζητάει μια χαμένη ελευτεριά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα
στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα
πες μας πάλι τι ζητάς

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Το γαϊτανάκι



Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
   Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:
 
   Αν όλα τα παιδιά της γης
   πιάναν γερά τα χέρια
   κορίτσια αγόρια στη σειρά
   και στήνανε χορό
   ο κύκλος θα γινότανε
   πολύ πολύ μεγάλος
   κι ολόκληρη τη Γη μας
   θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
 
 Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
   – Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
   Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
   Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
   Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
   Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
   Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
   «Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
   Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
   – Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
   Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
   – Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
   – Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
   Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
   – Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
   Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
   Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
   Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
   Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
   Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!
 
 [ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]
 
   Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
   Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
   «Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
   Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
   Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
   Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:
 
   Αν όλα τα παιδιά της γης
   πιάναν γερά τα χέρια
   κορίτσια αγόρια στη σειρά
   και στήνανε χορό
   ο κύκλος θα γινότανε
   πολύ πολύ μεγάλος
   κι ολόκληρη τη Γη μας
   θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
 
 Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
   Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.
 
   Αν όλα τα παιδιά της γης
   πιάναν γερά τα χέρια
   κορίτσια αγόρια στη σειρά
   και στήνανε χορό
   ο κύκλος θα γινότανε
   πολύ πολύ μεγάλος
   κι ολόκληρη τη Γη μας
   θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
 
   Αν όλα τα παιδιά της γης
   φωνάζαν τους μεγάλους
   κι αφήναν τα γραφεία τους
   και μπαίναν στο χορό
   ο κύκλος θα γινότανε
   ακόμα πιο μεγάλος
   και δυο φορές τη Γη μας
   θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
 
   Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
   θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
   θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
   να μπει μες στο χορό
   κι ο κύκλος θα γινότανε
   ακόμα πιο μεγάλος
   και τρεις φορές τη Γη μας
   θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!



(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)


Ζωρζ Σαρή

Το γαϊτανάκι - Λουκιανός Κηλαϊδόνης

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Καλό Πάσχα!



Το Πάσχα έφτασε!
Η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού,
η γιορτή του ανθρώπου
είναι προ των πυλών,
και πολύ χαίρομαι
που μετά από μήνες
θα επιστρέψω στο χωριό μου…
Έτσι λοιπόν,
από αύριο
και για δυο εβδομάδες
περίπου,
δεν θα υπάρξει κάποια
ανάρτηση
στο εν λόγω ιστολόγιο…
Από την μια με λυπεί
που θα χρειαστεί
να είμαι λίγο
«μακριά»
από όλους τους φίλους εδώ,
απ’ την άλλη όμως
είναι μια ευκαιρία
να ηρεμήσω
και να γεμίσω
με όση περισσότερη
άνοιξη μπορώ!
Η βδομάδα των Παθών
Του Χριστού μας
είναι μια ευκαιρία
για όλους
να βιώσουμε την
ανάγκη
μας
για κάτι παραπάνω
από υλικά αγαθά
και μια εφήμερη ζωή…
Και η Ανάσταση,
πόσο χρειαζόμαστε
την φετινή Ανάσταση
όλοι μας!
Την νίκη του Χριστού
πάνω στον θάνατο!
Εύχομαι λοιπόν σε όλους,
να περάσετε ένα όμορφο Πάσχα,
γεμάτο Αγάπη,
με δικούς σας ανθρώπους
και η Ανάσταση
να γεμίσει τις καρδιές όλων μας
με δύναμη και πίστη!
Καλό Πάσχα, λοιπόν!


«Αγαπώ και προβάλλω» την Κω!



Ο πανελλαδικός διαγωνισμός "Αγαπώ και προβάλλω τον τόπο μου" που λαμβάνει χώρα σε όσα σχολεία θέλουν να συμμετάσχουν είναι ένας όμορφος διαγωνισμός που προωθεί την δημιουργικότητα, την αγάπη για την πατρίδα αλλά και την τέχνη και επίσης και κυρίως την ενασχόληση με όμορφα και ψυχαγωγικά πράγματα!
Το 1ο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο Κω (Ανάμεσα στους τοίχους) έλαβε μέρος στον διαγωνισμό με το εξής βίντεο:

  
Προσωπικά με εντυπωσίασε και μου άρεσε πάρα πολύ!
Αν θέλετε κι εσείς να βοηθήσετε τα παιδιά στον διαγωνισμό μπορείτε να ψηφίσετε εδώ:

Παιδιά σας εύχομαι καλή επιτυχία μέσα από την καρδιά μου!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...